Φ. Ζαφειρίδης
Εισήγηση στην ημερίδα της ΚΕΔΚΕ και του κέντρου Πρόληψης «Πυξίδα» (30-11-2001) με θέμα: «Η μείωση της ζήτησης ναρκωτικών και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης: Το παράδειγμα των Κέντρων Πρόληψης»
Όταν μιλάμε για μείωση της ζήτησης των ναρκωτικών δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εννοούμε την πρόληψη. Προγράμματα πρόληψης των ψυχοτρόπων ουσιών άρχισαν να εφαρμόζονται εδώ και περίπου σαράντα χρόνια κυρίως στην Αμερική που υπήρξε η πρώτη χώρα της δύσης που βρέθηκε αντιμέτωπη με ευρύτατη εξάπλωση της κατάχρησης ναρκωτικών.
Η ανασκόπηση της διεθνούς εμπειρίας από την εφαρμογή των προγραμμάτων πρόληψης οδηγεί σε μια θλιβερή διαπίστωση. Καμία από τις έγκυρες και αξιόπιστες αναδρομικές έρευνες που έγιναν προκειμένου να αξιολογηθούν αυτά τα προγράμματα δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας (Κοκκέβη, 1988). Με άλλα λόγια ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά προκειμένου να αποδειχθεί η ανικανότητα μας να αναχαιτίσουμε την εξάπλωση της ζήτησης ψυχοτρόπων ουσιών. Ο Wheller (1990), ένας από τους πιο γνωστούς ειδικούς στα θέματα πρόληψης, γράφει πρόσφατα ότι η ιστορία της αποτυχίας οφείλεται κατ’ αρχήν στην αδυναμία ακόμη και των ίδιων των ειδικών να κατανοήσουν και να συμφωνήσουν στους λόγους που οδηγούν κυρίως τους νέους ανθρώπους στη λήψη ναρκωτικών (Ζαφειρίδης, 1998).
Έτσι λοιπόν η εφαρμογή προληπτικών προγραμμάτων δε μπορεί παρά να κινείται μέσα στην ασάφεια και τη σύγχυση. Παρόλα αυτά πιστεύω ότι τα λάθη του παρελθόντος μας επιτρέπουν να συναγάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα για το μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι όσο πικρή και αν είναι η ιστορία της πρόληψης μέχρι σήμερα δεν την αποσιωπούμε, δεν την διαγράφουμε, αλλά προσπαθούμε να διδαχτούμε.
Τη δεκαετία του 60 και του 70 κυριαρχεί η υπόθεση ότι οι άνθρωποι προσφεύγουν στα ναρκωτικά γιατί δε γνωρίζουν επακριβώς τους κινδύνους. Έτσι τα προγράμματα πρόληψης εστιάζονται κυρίως στη μετάδοση πληροφοριών και ξερών γνώσεων των επιπτώσεων των ναρκωτικών στην υγεία. Η ευθύνη της μετάδοσης των εξειδικευμένων πληροφοριών ανατίθεται βεβαίως σε εξειδικευμένα στελέχη υγείας και σε πρώην χρήστες που θεωρούνται λόγω προσωπικής εμπειρίας πειστικοί αναμεταδότες τέτοιου είδους πληροφοριών. Είναι προφανές ότι ως εκ της φιλοσοφίας της η προσέγγιση αυτή αποκλείει από την ενεργό ανάμειξη στην πρόληψη τόσο τη σχολική κοινότητα, όσο και την ευρύτερη κοινότητα.
Τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά. Σε ορισμένες περιπτώσεις - ας το ομολογήσουμε γιατί το μόνο που μας μένει είναι να διατυπώσουμε την αλήθεια – όχι μόνο δεν περιορίζεται η ζήτηση αλλά όπως αναφέρουν οι Palin (1987) και Cutbush (1987) τα προγράμματα πρόληψης οδηγούν σε αύξηση των επιπέδων της χρήσης. Έτσι λοιπόν κλείνει ο κύκλος της πρώτης γενιάς προγραμμάτων.
Η δεύτερη γενιά προγραμμάτων επικρατεί κυρίως τη δεκαετία του 80. Εμπνέεται από τις θεραπευτικές επιτυχίες θεραπευτικών προγραμμάτων που εκπαιδεύουν τους πελάτες τους σε ανάπτυξη δεξιοτήτων, επικοινωνίας, ικανότητα λήψης αποφάσεων και ανάπτυξη αυτοεκτίμησης. Έτσι υποθέτει ότι αν τα προγράμματα πρόληψης προάγουν την προσωπική ανάπτυξη και οι άνθρωποι εκπαιδεύονται στην αντιμετώπιση ειδικών κοινωνικών επιρροών δεν θα έπαιρναν ναρκωτικά. Η πράξη διέψευσε και την υπόθεση αυτή (Palin, 1990). Ως εκ της φύσεως τους και αυτά τα προγράμματα υλοποιούνται κυρίως από ειδικούς της πρόληψης και εξειδικευμένους τεχνογνώστες οργανισμούς με ελάχιστη ανάμειξη της κοινωνίας και της σχολικής κοινότητας. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούσαμε όταν τα εφαρμόζαμε, αλλά η ίδια η εξειδικευμένη τεχνογνωσία που απαιτούσε αυτή η γενιά των προγραμμάτων παθητικοποιούσε ακόμη περισσότερο την ομάδα στόχο.
Η τρίτη γενιά εμφανίζεται αρχές της δεκαετίας του 90 και διέπεται επιτέλους από μια εντελώς νέα φιλοσοφία προσέγγισης που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις αρκετή αισιοδοξία για το μέλλον. Η νέα προσέγγιση υιοθετεί τους κανόνες και τα χαρακτηριστικά της «έρευνας δράσης». Έτσι τα προληπτικά στελέχη οφείλουν να εγκαταλείψουν τη σοφία και υπεροψία του ειδικού επιλυτή των ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Να αναλάβουν νέους ρόλους περισσότερο περιφερειακούς. Να κατανοήσουν ότι ο ρόλος τους με κανένα τρόπο δεν πρέπει να οδηγεί σε υποκατάσταση της αυτενέργειας των πολιτών της σχολικής κοινότητας και της ευρύτερης κοινωνίας. Να συνειδητοποιήσουν ότι στα πλαίσια του νέου ρόλου τους αυτό που έχουν να κάνουν είναι να βοηθήσουν τη σχολική κοινότητα και την κοινωνία, να εκτιμήσουν οι ίδιες τις ανάγκες τους, να προβληματιστούν πάνω στα προβλήματα τους και να συμμετάσχουν άμεσα και ενεργά οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι στο σχεδιασμό των δράσεων για την αντιμετώπιση τους.
Παρόλο που είναι ακόμη νωρίς να εκτιμήσουμε συνολικά την εμπειρία από τα προγράμματα αυτής της γενιάς, από τις πρώτες κιόλας εφαρμογές τέτοιων αντιλήψεων και πρακτικών, η εμπειρία είναι καταλυτική. Κατ’ αρχήν αναδύονται μια σειρά από ερωτήματα καθαρά πολιτικού χαρακτήρα. Ποιος είναι ο στόχος της εκπαίδευσης; Τι είδους ανθρώπους και για ποια κοινωνία προετοιμάζει το σχολικό μας σύστημα; Πως μπορούμε να μιλάμε για αναίρεση των αιτιοπαθογενετικών μηχανισμών που αυξάνουν τη ζήτηση ναρκωτικών μέσα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που υποχρεώνει τον έφηβο να λειτουργεί υπό ψυχοπιεστικούς όρους, σε παθητικότητα, σε αποπροσωποποίηση, σε ατομοκεντρικότητα, σε σκληρό ανταγωνισμό, σε κλίμα απαξίωσης των κοινοτικών αξιών, της αλληλεγγύης, των ανθρωπίνων σχέσεων. Και αν φτάσουμε σε μια τέτοια συζήτηση για τους στόχους και τις ιδεολογικές κατευθύνσεις του εκπαιδευτικού μας συστήματος, μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να συζητήσουμε και για το συνολικό ιδεολογικό υπόβαθρο του αναπτυξιακού μας μοντέλου, που ταυτίζει την οικονομική ανάπτυξη με την ανθρώπινη ευτυχία;
Δε γνωρίζω αν τα προγράμματα της τρίτης γενιάς θα οδηγήσουν στη μείωση της ζήτησης των ναρκωτικών. Είμαι όμως σίγουρος ότι θα θέσουν με ένταση μια παραμελημένη μέχρι σήμερα διάσταση της πρόληψης. Την πολιτική της διάσταση. Ότι δηλαδή σε στρατηγικό επίπεδο δε θα μπορέσουμε ποτέ να μειώσουμε τη ζήτηση αν δεν αλλάξουμε την αντίληψη μας για τη λειτουργία της κοινωνίας και δεν επανιεραρχήσουμε τους στόχους μας. Αν δεν κατανοήσουμε δηλαδή την πρόληψη ως υπόθεση κοινωνικής και πολιτικής ευθύνης.
Βιβλιογραφία
1. Κοκκέβη, Α. (1988). Η πρόληψη της τοξικομανίας: Μύθος ή πραγματικότητα; Ψυχολογικά Θέματα, Τόμος 1, Τεύχος 4, σελ. 275-282.
2. Wheller, R. (1990). How to design and develop third generation drug education programs. Drug Education Journal of Australia, Vol. 4, No.2, pp. 139-147.
3. Ζαφειρίδης, Φ. (1998). Πρόληψη των ναρκωτικών: Οι αθέατες όψεις του προβλήματος, Ιατρικά Θέματα, τ.10.
4. Palin, M. (1987). The effectiveness of drug education programs: a review of the literature. Drug and Alcohol Education Program In House Publication Series, No.1. Sydney: NSW Department of Technical and Further Education.
5. Cutbush, A. (1987). Drug education in schools-an ecological perspective (part one). Drug Education Journal of Australia, 1 (1), 47-51.
6. Palin, M. (1990). Exposing the self-esteem myth in drug education. Drug Education Journal of Australia, Vol. 4, No.3, pp. 219-224.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου